-
1 Mind
subs.Intellectual principle: P. and V. νοῦς, ὁ.Thought, intelligence: P. and V. γνώμη, ἡ, Ar. and P. διάνοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.).Memory: P. and V. μνήμη, ἡ, μνεία, ἡ.Intention, purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπίνοια, ἡ, Ar. and P. διάνοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.Bear in mind, remember, v. trans.: P. and V. μνησθῆναι ( 1st aor. pass. of μιμνήσκειν) (acc. or gen.); see Remember, Heed.Change one's mind: see under Change.Put in mind: see Remind.——————v. trans.Look after: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι, P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντίζειν (gen.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.).Attend to: P. and V. θεραπεύειν (acc.), V. κηδεύειν (acc.).Mind (flocks, etc.): P. and V. νέμειν (Eur., Cycl. 28), ποιμαίνειν, P. νομεύειν, V. προσνέμειν (Eur., Cycl. 36), φέρβειν, ἐπιστατεῖν (dat.).Beware of: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.), V. φρουρεῖσθαι (acc.).Dislike: see Dislike.Heed, notice: Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.), P. and V. νοῦν ἔχειν πρός (acc. or dat.); see Heed.Be angry at: Ar. and P. ἀγανακτεῖν (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), P. and ἄχθεσθαι (dat.), V. δυσφορεῖν (dat.), πικρῶς φέρειν (acc.).Mind them not and pay no heed: V. ἀλλʼ ἀμελίᾳ δὸς αὐτὰ καὶ φαύλως φέρε (Eur., I.A. 850).Mind one's own business: P. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.Yourself mind what is your own affair: Ar. ἀλλʼ αὐτὸς ὅ γε σόν ἐστιν οἰκείως φέρε (Thesm. 197).I do not mind: P. and V. οὔ μοι μέλει.Never mind: Ar. μὴ μελέτω σοι.Forbear and mind not: V. ἔασον μηδέ σοι μελησάτω (Æsch., P.V. 332).Mind you play the man: V. ὅπως ἀνὴρ ἔσει (Eur., Cycl. 595; c. f. also Æsch., P.V. 68; Eur., I.T. 321), same construction in Ar. and P.Take care that: P. and V. φροντίζειν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.), P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (aor. subj. or fut. indic.), Ar. and P. τηρεῖν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.).Mind that you yourself suffer no harm by your going: V. πάπταινε δʼ αὐτὸς μή τι πημανθῆς ὁδῷ (Æsch., P.V. 334).Beware that: see Beware.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mind
-
2 Content
v. trans.Be contented: see be content, under content, adj.——————adj.Pleased: P. and V. ἡδύς.He wasn't content with this ( he went further than this): P. οὐκ ἀπέχρησεν αὐτῷ τοῦτο (Dem. 520).Be content with, v.: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.), ἡδέως ἔχειν (acc.).One must be content if...: P. ἀγαπητόν ἐστιν εἰ...——————subs.Goad temper: P. εὐκολία.Comfort: P. εὐπάθεια, ἡ; see also Happiness.To one's heart's content, satisfactorily: P. and V. κατὰ γνώμην, P. κατὰ νοῦν.Contents, what is in a thing: P. and V. τὰ ἐνόντα.Of a letter: P. and V. τἀγγεγραμμένα.The contents of the letter were as follows: P. ἐνεγέγραπτο τάδε ἐν αὐτῇ (τῇ ἐπιστολῇ) (Thuc. 1, 128).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Content
-
3 Satisfactorily
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Satisfactorily
-
4 Satisfactory
adj.Pleasing: P. and V. ἀρεστός, ἡδύς.Since in spite of long negotiations they could get no satisfactory settlement from the Athenians: P. ἐπειδὴ ἐξ Ἀθηναίων ἐκ πολλοῦ πράσσοντες οὐδὲν ηὕροντο ἐπιτήδειον (Thuc. 1, 58).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Satisfactory
-
5 Taste
v. trans.P. and V. γεύεσθαι (gen.), P. ἀπογεύεσθαι (gen.).Of things, to taste sweet: use P. and V. ἡδέως ἔχειν.met., have a taste of, experience: P. and V. γεύεσθαι (gen.).To have had a taste of: P. and V. γεγεῦσθαι (gen.), πεπειρᾶσθαι (gen.) (perf. infin. mid. of πειρᾶν) (Eur., frag.), P. διαπεπειρᾶσθαι (gen.) (perf. infin. mid. of διαπειρᾶν).——————subs.P. γεῦσις, ἡ ( Aristotle).Tongue: P. and V. γλῶσσα, ἡ (Plat., Theaet. 159D).The sense of taste: P. ἡ διὰ τῆς γλώσσης δύναμις (Plat., Theaet. 185C).That which is tasted: Ar. and V. γεῦμα, τό (Eur., Cycl.).Give taste of: P. and V. γεύειν (τινά τινος).Culture: P. τὸ φιλόκαλον.Have a taste for: P. εὐφυὴς εἶναι (εἰς, acc. or πρός, acc.).In good taste, adj.: Ar. and P. ἐμμελής.In bad taste: P. and V. πλημμελής.Lacking in taste: P. ἀπειρόκαλος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Taste
-
6 Wish
subs.P. and V. βούλησις, ἡ, P. βούλημα, τό.If it is your wish: P. εἰ σοι βουλομένῳ ἐστί, εἰ σοι ἡδομένῳ ἐστί.Request: P. and V. χρεία, ἡ.Mere wish, aspiration: P. εὐχή, ἡ.Good wishes: P. and V. εὔνοια, ἡ; see good will.Change one's wishes: V. μετεύχεσθαι (Eur., Med. 600).Impulse: P. and V. ὁρμή, ἡ.——————v. trans. or intrans.Desire: P. and V. ἐπιθυμεῖν, ἐφίεσθαι, Ar. and V. χρῄζειν (rare P.), μενοινᾶν (Eur., Cycl. 448), V. προσχρῄζειν, ἱμείρειν, ἱμείρεσθαι, ποθεῖν, ἐρᾶν, ἔρασθαι; see Desire.Wish for: P. and V. ἐπιθυμεῖν (gen.), ἐφίεσθαι (gen.), V. χρῄζειν (gen.), προσχρῄζειν (gen.), χατίζειν (gen.), μενοινᾶν (acc.) (Soph., Aj. 341); see Desire.Seek: P. and V. ζητεῖν.Desire ardently: P. γλίχεσθαι (gen.).Do you wish me to speak: see P. and V. βούλει εἴπω (aor. subj.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wish
-
7 подумывать
поду́мыва||тьнесов σκέπτομαι, συλλογίζομαι ἀπφ καιρό σέ καιρό / ἔχω κατά νοῦν (намереваться):\подумывать об отъезде σκέπτομαι νά ἀναχωρήσω· он давно́ \подумыватьет написать об этом ἀπό καιρό σκέπτεται νά γράψει γι ' αὐτό. -
8 рассчитывать
рассчитыватьнесов1. (производить подсчет, расчет) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\рассчитывать стоимость чего́-л. ὑπολογίζω τήν ἀξία, ὑπολογίζω τό κόστος·2. (увольнять) ἀπολύω, παύω κάποιον3. (предполагать) ὑπολογίζω, ἔχω σκοπό, προτί-θεμαι, ἔχω κατά νοῦν:он рассчитывал сегодня выехать ὑπολόγιζε σήμερα ν' ἀναχωρήσει·4. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζομαι:он не может на это \рассчитывать δέν μπορεί νά ὑπολογίζει σ'αὐτό· твердо \рассчитывать на кого́-л. εἶμαι σίγουρος πώς... -
9 наладить
-лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.δ.μ.1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•
наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.
2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•-лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.
См. также в других словарях:
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
ЖИЗНЬ — Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) [греч. βίος, ζωή; лат. vita], христ. богословие в учении о Ж.… … Православная энциклопедия
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… … Dictionary of Greek
Βεργίτσης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων του 16ου αι., που κατάγονταν από την Κρήτη. 1. Άγγελος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αντιγραφέα ελληνικών χειρογράφων. Το 1535 πήγε στο Παρίσι, όπου άσκησε το επάγγελμά του στην αυλή… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek